- ψυχέμπορος
- -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἔμπορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχέμπορος — trafficking in lives masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχεμπορικός — ή, όν, Α [ψυχέμπορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχέμπορο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ψυχεμπορική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψυχεμπόρου … Dictionary of Greek